παραδόξως

παραδόξως
παράδοξος
contrary to expectation
adverbial
παράδοξος
contrary to expectation
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • дивьно — (17) нар. к дивьныи: дивьно же и се мѹдрѣѥ оц҃и наши размыслиша. УСт XII/XIII, 207; се же подъземноѥ, ѿнюдѹ же и теплы˫а воды исходѩть по мѣстомъ различнымъ, и ѿ огнѩ сѹщаго подъ землею въстаплѩѥма дивно. (παραδόξως) ГА XIII–XIV, 184в; в Сурии же …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • νεοφανής — ές (ΑΜ νεοφανής, ές) αυτός που φάνηκε για πρώτη φορά, πρωτοφανής νεοελλ. μσν. (κατ επέκτ.) παράδοξος, αλλόκοτος αρχ. αυτός που διορίστηκε πρόσφατα. επίρρ... νεοφανώς (Μ νεοφανῶς) 1. με τρόπο νεοφανή, για πρώτη φορά 2. παραδόξως, αλλόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • παράδοξος — η, ο / παράδοξος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού… …   Dictionary of Greek

  • χειρουργώ — χειρουργῶ, έω, ΝΜΑ [χειρουργός] εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση αρχ. 1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.) 2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», Θουκ …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κουζμίν, Μιχαήλ Αλεξέγεβιτς — (Mikhail Alekseyevich Kuzmin, Γιαροσλάβλ 1872 – Αγία Πετρούπολη 1936). Ρώσος συγγραφέας. Υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές του πνευματικού κινήματος των συμβολιστών, με το οποίο συνεργάστηκε από το 1905 ως ποιητής, πεζογράφος και μουσικός …   Dictionary of Greek

  • Κτησικλής — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ζωγράφος (3oς αι. π.Χ.). Ένα από τα ωραιότερα έργα του ήταν ένας πίνακας που παρίστανε τη βασίλισσα Στρατονίκη με έναν ψαρά. Ο Κ. τον είχε ζωγραφίσει για να εκδικηθεί τη βασίλισσα, η οποία τον είχε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”